«Μια περιπέτεια το καλοκαίρι»
Η περιπέτεια που έζησα ήταν
ένα καλοκαίρι στο χωριό μου. Ήταν το πρώτο βράδυ, τα μεσάνυχτα, όταν άκουσα
έναν περίεργο ήχο στον κήπο, λες και κάποιος περπατούσε στα ξερά χόρτα. Πήγα
τρέχοντας στη θεία μου και στη μαμά μου, που ήταν στο μπαλκόνι μ’ έναν φακό και
κοίταζαν τι είναι αυτός ο θόρυβος.
«Δεν είναι κάποιος» λέει η
μαμά μου «καμιά γάτα θα είναι» και πήγαμε για ύπνο.
Το άλλο βράδυ συνεχιζόταν ο
θόρυβος και ήταν τόσο έντονος ο ήχος, που δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Όταν βγαίναμε
στο μπαλκόνι σταματούσε και όταν μπαίναμε στο σπίτι γινόταν πιο έντονος.
Το επόμενο βράδυ κάθισε η
θεία μου από νωρίς στο μπαλκόνι να δει τι είναι. Όμως δεν εμφανίστηκε τίποτα
και μείναμε με την απορία.
Θανάσης Δ.
«Το ατύχημα στο σχολείο»
Είμαι ο Έντρι και πηγαίνω στο
12ο Δημοτικό σχολείο Νίκαιας. Πέρυσι ενώ βγήκαμε στο διάλειμμα
συνέβη ένα ατύχημα.
Ένα παιδάκι έτρεχε και
γλίστρησε σε μια ράμπα και χτύπησε το κεφάλι του. Όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω
του να δουν πώς είναι.
Όταν έφτασα εγώ είδα να
τρέχει αίμα από το κεφάλι του παιδιού. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε και καλέσαμε
αμέσως τη διευθύντρια. Είχαμε τρομοκρατηθεί και δε γνωρίζαμε σε τι κατάσταση
είναι. Η διευθύντρια κάλεσε το ασθενοφόρο και το πήγανε στο νοσοκομείο.
Οι δάσκαλοι προσπάθησαν να
μας ηρεμήσουν και μας εξηγούσαν να παίζουμε πιο ήρεμα παιχνίδια.
Την επόμενη μέρα οι δάσκαλοι
μας ενημέρωσαν πως το παιδάκι είναι καλά στην υγεία του. Χαρήκαμε πάρα πολύ.
Έντρι Ν.
«Στο ενυδρείο»
Πέρυσι το καλοκαίρι
επισκέφτηκα, μαζί με την οικογένεια μου, το μεγαλύτερο ενυδρείο της Ελλάδας, το
οποίο είναι στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Μέσα στο ενυδρείο υπήρχαν
πολλά και διαφορετικά θαλάσσια ζώα. Κάποια στιγμή, στην ξενάγηση μας έδειξαν
ένα καρχαρία, τον έβλεπες σαν 3D και φοβηθήκαμε όλοι, η Κασσιανή εγώ η μάνα μου και ο πατέρας μου.
Το πρόβλημα ήταν ότι είχε
σκοτάδι και μας έδειξαν τον καρχαρία, η αδερφή μου έκλαιγε πολύ και φύγαμε για
λίγο, αλλά μετά γυρίσαμε πάλι. Αντιδράσαμε φοβισμένα αλλά εγώ συνήθισα γι’ αυτό
δε φοβόμουν πολύ, η αδελφή μου κι η μαμά μου το ίδιο. Ένιωσα «κάπως»,
σκεφτόμουν να μην ξαναπάμε στον καρχαρία και το είπα στην μαμά.
Αντιδράσαμε ήρεμα οπότε μετά
από αυτό μας πήγαν σε έναν άνθρωπο που ήταν ντυμένος καρχαρίας και μετά φύγαμε.
Μαρίνα Θ.
«Το κακό όνειρο»
Ένα Σάββατο μεσημέρι πήγαινα
βόλτα στην πλατεία Μέμου με τις φίλες μου, την Μαρίνα, τη Τόνια, την Ελευθερία
και την Ειρήνη. Ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά μας καπνοί κι ένας κακός μάγος να
βγαίνει από μέσα τους. Καμιά μας δε φαντάστηκε τι θ’ ακολουθούσε στη συνέχεια.
Ο μάγος φορούσε έναν σκούρο
μπλε μανδύα, ένα τεράστιο μυτερό καπέλο και είχε μακριά άσπρα γένια. Ξαφνικά με
το μαγικό του ραβδί έκανε δυο κινήσεις, πήρε την Τόνια και την Ειρήνη και
εξαφανίστηκε. Μετά από λίγο, εμφανίστηκε μια νεράιδα και είπε πώς θα μας
βοηθήσει.
Ήμασταν πολύ τρομαγμένες αλλά
την ακολουθήσαμε, γιατί έπρεπε να σώσουμε τις φίλες μας. Μας είπε ότι ήταν ο
γιος της κι ότι δεν ήταν κακός, αλλά μαγεμένος. Φτάσαμε μετά από λίγο στο
κάστρο, αλλά συναντήσαμε εμπόδια, όπως παγίδες, στοιχειωμένους στρατιώτες και
δράκους. Αφού τα περάσαμε όλα αυτά, για να πάρουμε πίσω τις φίλες μας, έπρεπε
να περάσουμε έναν μεγάλο λαβύρινθο. Μας πήρε δώδεκα ώρες για να βρούμε την
έξοδο, αλλά τα καταφέραμε και η νεράιδα μέσα σε ροζ καπνό, μας γύρισε πίσω στην
πλατεία.
Ήμασταν όλες ευτυχισμένες,
αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και είπαμε ότι δε θα χωρίσουμε ποτέ. Ξαφνικά, άρχισα να
ακούω τη φωνή της μαμάς: «Ειρήνη ξύπνα Θ’ αργήσεις!». Άνοιξα τα μάτια μου,
άρχισα να γελάω και κατάλαβα πως ήταν ένα κακό όνειρο.
Ειρήνη Χ.
«Η περιπέτεια της φωτιάς»
Όταν είχα πάει στο εξοχικό
μου στην Κινέτα, ήμασταν εγώ η μαμά μου κι ο αδερφός μου. Είχαμε πάει στη
θάλασσα. Εκεί έχω και μια καλή μου φίλη που τη λένε Στέλλα, μαζί με τη γιαγιά
της και τον αδερφό της.
Σε κάποια στιγμή δεν
μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Γύρισε η μαμά μου να κοιτάξει πίσω και έβλεπε φωτιά
και πυροσβεστικά. Εγώ φοβήθηκα γιατί το σπίτι μας είναι ψηλά στο βουνό και ήταν
μέσα η προγιαγιά μου στο σπίτι. Πήγε μέσα η μαμά μου και την πήρε. Φύγαμε όλοι
για το σπίτι της γιαγιάς μου στην Κόρινθο και είπαμε να έρθει και η φίλη μου
μαζί.
Όπως προχωρούσαμε, είδαμε
καπνούς, είχαν πάρει φωτιά και τα διυλιστήρια. Τότε πήραμε την εθνική ανάποδα.
Συνέβη και κάτι που δεν το
περίμενε κανείς. Πήγαμε στους Αγίους Θεοδώρους από τις 11:00 το πρωί μέχρι τις
12:00 το βράδυ, για να σβήσουν τις φωτιές από τα διυλιστήρια. Αφού τις έσβησαν
πήγαμε στην Κόρινθο και κοιμηθήκαμε.
Όταν ξυπνήσαμε βλέπαμε το
βουνό όλο καμένο, ήταν όλα μαύρα. Ήρθαμε στην Αθήνα, αφού σιγουρευτήκαμε ότι
είχε περάσει ο κίνδυνος, η μαμά πήγε να δει τι έγινε. Χρειάστηκαν κάποιες
επισκευές στο σπίτι.
Όλοι νοιώθαμε χάλια για
κάποιες μέρες, αλλά μας πέρασε.
Σοφία Κ.
«Η κλοπή»
Το Φεβρουάριο του 2017
γυρνούσαμε με την οικογένεια μου σπίτι από της θείας μου. Το κινητό του μπαμπά
μου χτύπησε. Είχε συμβεί κάτι δυσάρεστο. Είχαν κλέψει το αυτοκίνητο του θείου
μου.
Ο θείος μου το είχε παρκάρει
λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του. Όταν όμως πήγε προς τα κει συνειδητοποίησε
ότι αυτό έλειπε. Ειδοποίησε αμέσως την αστυνομία.
Μόλις ήρθε η αστυνομία του
πήρε κατάθεση και είπαν θα κάνουν ό,τι μπορούν. Ο μπαμπάς μου πήγε αμέσως στον
θείο μου να του συμπαρασταθεί.
Οι μέρες περνούσαν και δεν
είχαμε κανένα νέο από την αστυνομία. Ο θείος μου είχε χάσει τις ελπίδες του να
ξαναβρεθεί. Τότε του πρότεινα να πάρει ένα καινούριο.
Πράγματι μετά από ένα μήνα με
πήρε μαζί του να διαλέξουμε αυτοκίνητο. Ήμουν πολύ χαρούμενος!
Άγγελος Μ.
«Η περιπέτειά μου»
Καλημέρα, αυτά που θέλω να
σας διηγηθώ συνέβησαν σε μια από τις προπονήσεις μου στο στίβο.
Είχα πάει με τους γονείς μου και το πρόβλημα
ήταν ξαφνικό. Την ώρα που έτρεχα, είχαμε δει κάτι κόκκινο σε «στυλ» αέρα στον
ουρανό. Εγώ στην αρχή νόμιζα ότι ήταν φωτιά. Τελικά μου είπαν ότι ήταν
καπνογόνα και δακρυγόνα. Η προπονήτριά μας μάς είπε να φύγουμε και εμείς
κρυφτήκαμε στο γήπεδο με τον αγώνα (από κει ήρθαν τα καπνογόνα και τα
δακρυγόνα).
Το πρόβλημα ήταν ότι δεν
μπορούσαμε να δούμε για να φύγουμε. Εκείνη την ώρα ένιωθα πολύ χάλια και
σκέφτηκα τι θα γίνει μετά.
Καθίσαμε για πολλή ώρα στο
γήπεδο και πιστεύω ότι όλοι ήμασταν αγχωμένοι. Γλιτώσαμε όμως από νέα
προβλήματα γιατί βρήκαμε πού να κρυφτούμε.
Ευτυχώς δεν έγινε κάτι άλλο
απρόοπτο.
Το τέλος της περιπέτειας μου
δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, απλά γυρίσαμε στο σπίτι μας.
Νίκη Κ.
«Το τραύμα»
Ένα δροσερό καλοκαιράκι στην
Αίγινα, περνούσαμε ανέμελα, όταν ήμουν κι εγώ μικρούλα.
Ήμουν με τους γονείς μου σε
μια πλατεΐτσα, εγώ έκανα πατίνι και ήμουν με τις φίλες μου, που ήταν
μεγαλύτερες βέβαια από εμένα. Κάποια στιγμή πάω να περάσω στο κέντρο της
παιδικής χαράς και ένα αγοράκι πάει να περάσει με το πατίνι και με ρίχνει κάτω.
Όλο μου το γόνατο άρχισε να βγάζει αίματα. Άρχισα να κλαίω, αλλά έκλαιγα τελικά
απ’ το φόβο μου που αντίκριζα το πόδι μου.
Η θεία μου με πήγε στο γιατρό
και μου έβαλε ένα ειδικό σπρέι για να καθαρίσει το γόνατό μου. Εγώ φοβόμουνα
μήπως πονέσω, αλλά τελικά πήγαν όλα καλά.
Τα εμπόδια για εμένα ήταν ο
φόβος, αλλά ξεπεράστηκε και προχώρησα μπροστά. Αυτό γιατί σκεφτόμουν κατά την
ώρα της εξέτασης ότι θα πονέσω, θα τσούξει αλλά τίποτα από αυτά δε συνέβη.
Τελικά δεν ήταν τίποτα σοβαρό
και όλα πήγαν καλά. Δεν περίμενα ότι δεν θα πονέσω, αντίθετα ήμουν σίγουρη.
Στο τέλος ο γιατρός μας έδωσε
γλυφιτζούρια για εμένα και τις φίλες μου και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Έρικα Κ.
«Τα χιονόπανα»
Τον χειμώνα του 2018 είχα
πάει στα Ιωάννινα. Μαζί μου ήταν η μαμά, ο μπαμπάς και η γιαγιά μου.
Όπως ταξιδεύαμε, το
αυτοκίνητο δεν μπορούσε να κινηθεί και αναγκαστήκαμε να βάλουμε χιονόπανα.
Ένιωσα λίγο απ’ όλα… Ένιωσα
αγωνία, φόβο, στενοχώρια. Σκέφτηκα πώς θα μπορούσαμε να πάμε σπίτι μας και να
μη χτυπήσει κανείς.
Βέβαια όταν ο μπαμπάς μου
έβαζε τα χιονόπανα, προς τ’ αριστερά μας, ένα αυτοκίνητο δεν είχε τίποτα, ούτε
αλυσίδες, ούτε χιονόπανα. Γλίστρησε αυτό το αυτοκίνητο και παρέσυρε δύο αμάξια
ακόμα. Ευτυχώς δεν ήταν κανένας σε αυτά τα αμάξια.
Στο τέλος φύγαμε από εκείνο
το σημείο και όταν φτάσαμε λίγο πιο πέρα, δεν είχε στο δρόμο χιόνι. Άλλα
«βάσανα»…έπρεπε τα χιονόπανα να βρίσκουν λίγο χιόνι, άρα έπρεπε να τα βγάλουμε
τώρα. Όταν τα έβγαλε ο μπαμπάς συνεχίσαμε το ταξίδι μας κανονικά!
Μάριος Κ.
«Σκυλομπλεξίματα»
Το καλοκαίρι ο μπαμπάς μου
πήρε τηλέφωνο τον κύριο Παύλο τον μπαμπά του Θανάση για να πάμε μαζί σε μια
ταβέρνα.
Εμείς παίζαμε ηλεκτρονικά
παιχνίδια μέχρι να έρθει το φαγητό, μόλις ήρθε όμως τα αφήσαμε. Εγώ δεν έφαγα
και πάρα πολύ. Πάντως νομίζω ότι έφαγα πιο πολύ απ’ τον Θανάση.
Πιο μετά ήρθε ένας φίλος του
Θανάση, που ήταν όμως πιο μικρός από εμάς. Μετά, μόλις φάγαμε, βγήκαμε έξω για
να παίξουμε κυνηγητό. Εγώ κυνήγαγα τον Θανάση, τον έπιασα! Μετά κυνήγαγε αυτός
τον φίλο του τον Μπάμπη. Έτσι όπως έτρεχαν, ένας σκύλος δάγκωσε τον Θανάση! Εγώ
εκεί τρόμαξα, αλλά αμέσως ειδοποίησα τον κύριο Παύλο.
Ύστερα εμείς φύγαμε, αλλά ο
κύριος Παύλος με τον Θανασάκη πήγαν στο φαρμακείο. Ευτυχώς δεν δάγκωσε εμένα,
γιατί θα φώναζα πάρα πολύ δυνατά. Κρίμα ήταν που ο σκύλος δάγκωσε τον Θανάση
και γρατζούνισε τον Μπάμπη, κρίμα!
Αργύρης Τ.
«Η φωτιά»
Ένα καλοκαίρι καθόμασταν στο
σπίτι, εγώ με τον αδερφό μου τον Γιώργο στη βεράντα και οι γονείς μας στο
σαλόνι. Μια στιγμή ο μπαμπάς μου άκουσε ποτήρια να πέφτουν, άνοιξε την πόρτα
που μπαίνεις στο σπίτι και είδε μαύρο καπνό! Αμέσως πήρε τον πυροσβεστήρα και
κατέβηκε κάτω στο σπίτι της γιαγιάς μου.
Η γιαγιά μου είχε αφήσει ένα
καντηλάκι ανοιχτό και έκαψε την κουρτίνα. Ο μπαμπάς τρόμαξε πολύ, γιατί είχε
έρθει στη γιαγιά μου η ξαδέλφη μου. Μόλις όμως κατάλαβε ότι λείπει η ξαδέλφη
μου ηρέμησε. Άρχισε να σβήνει τη φωτιά, ενώ είχε έρθει η αστυνομία και η
πυροσβεστική. Η μαμά μου μας έδωσε μία πετσέτα να βάλουμε στο στόμα μας και
φύγαμε από το σπίτι.
Ήμασταν με τις κάλτσες, έτσι
πήγαμε σε ένα γειτονικό σπίτι, κάτσαμε έκει, μετά όμως φύγαμε από εκεί και
πήγαμε στους απέναντι από το σπίτι μας. Εκεί φάγαμε, παίξαμε επιτραπέζιο και
βάλαμε άλλες κάλτσες. Βέβαια ήταν μεγάλες οι κάλτσες, αλλά δεν είχαν στο
νούμερό μας.
Όταν έσβησε η φωτιά,
ανακουφιστήκαμε όλοι. Αυτή η περιπέτεια με φόβισε πολύ και δε θα ήθελα να γίνει
πάλι κάτι τέτοιο.
Μαριάτζελα Μ.
«Απρόσμενος επισκέπτης»
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ
συνέβη πριν από αρκετά χρόνια σε μια περιοχή της Κορίνθου. Εγώ κι η οικογένειά
μου πήγαμε σε μια παραλία για να κολυμπήσουμε.
Καθώς κολυμπούσαμε,
παρατηρήσαμε πως πίσω απ’ τη μητέρα μου υπήρχε μια μαύρη σκιά. Κάτω από τη
θάλασσα κολυμπούσαμε αργά και φοβισμένα προς το μέρος της και τότε είδαμε μια
μεγάλη φώκια.
Μόλις η μητέρα μου
αντιλήφθηκε τη φώκια, φοβήθηκε πολύ, όμως κράτησε την ψυχραιμία της. Η φώκια
μόλις κατάλαβε ότι δεν κινδυνεύει, άρχισε να απομακρύνεται, έτσι η καρδιά μας
ξαναμπήκε στη θέση της.
Ευτυχώς όλα τελείωσαν καλά!
Στέλιος Κ.
«Το λούνα παρκ»
Ένα απόγευμα πήγα στο λούνα-παρκ
με την οικογένειά μου. Δε βρίσκαμε παιχνίδι και γυρίσαμε το λούνα παρκ δύο φορές.
Τελικά βρήκαμε κάποια που να μου αρέσαν: Τη ρόδα , τη βάρκα και τα
συγκρουόμενα.
Όταν μπήκαμε στη βάρκα, μας
είπανε ότι ο πρώτος στη σειρά θα βραχεί πιο πολύ και έτσι μπήκε η μαμά μου.
Ξεκίνησε η βάρκα, στην
ανηφόρα πήγαινε αργά, αλλά όταν κατεβαίναμε την κατηφόρα, τρομάξαμε πολύ, που
νομίζαμε ότι πέφταμε απ’ τον ουρανό! Και ξαφνικά προσγειωθήκαμε πάνω στο νερό.
Γίναμε όλοι μούσκεμα και μας
δώσανε μια αναμνηστική φωτογραφία από τη διαδρομή και γυρίσαμε σπίτι.
Ελένη Δ.
«Μια καλοκαιρινή περιπέτεια»
Μια περιπέτεια που έζησα όταν
ήμουν έξι χρονών, ήταν αυτή που συνέβη το καλοκαίρι στη Μυτιλήνη. Είχα πάει με
τη μαμά, τον αδερφό μου, τον παππού και τη γιαγιά μου.
Μια μέρα εγώ με τον παππού
μου και τον αδερφό μου πήγαμε βόλτα στη θάλασσα, αλλά εγώ δεν ήθελα μόνο να τη
δω. Ήθελα να κολυμπήσω!
Τότε είπα ότι θέλω να φύγω
και ο παππούς μου είπε φύγε. Εγώ έφυγα και αποφάσισα να γυρίσω σπίτι μόνη.
Ξαφνικά όμως ξέχασα προς τα πού να πάω. Έτσι πήγα προς την εκκλησία που ήταν
εκεί κοντά.
Δεν ήξερα από ποιον να ζητήσω
βοήθεια. Πέρασα από ένα ψιλικατζίδικο. Εκεί με είδε αυτή που δούλευε μέσα και
με πήγε πίσω στο σπίτι μου. Η μαμά μου μάλωσε τον παππού μου, που με άφησε και
έφυγα και εγώ υποσχέθηκα, ό,τι κι αν μου λέει ο παππούς, να μην το κάνω.
Τόνια Κ.
«Ο καφές»
Όταν ήμουν πιο μικρός, είχα
ένα σοβαρό ατύχημα. Θυμάμαι και τη μέρα. Ήταν τα γενέθλια της μαμάς μου.
Όλοι έπαιρναν τηλέφωνο, για
να της ευχηθούν. Η μαμά ήταν απασχολημένη και άφησε τον καφέ της εκεί που
έφτανα. Καθώς έπαιζα, σκούντησα την κούπα και χύθηκε ο ζεστός καφές πάνω στο
χέρι μου.
Χωρίς να χάσει χρόνο η μαμά
μου, πέταξε το τηλέφωνο και μ’ έπιασε από το χέρι και με πήγε στη βρύση για να
μου πλύνει το χέρι. Στο τέλος μου έβαλε πάγο και ανακουφίστηκα από το κάψιμο.
Από αυτό το γεγονός έμαθα να
μην ακουμπάω αχνιστούς καφέδες. Έχω ακόμα σημάδι στο χέρι μου.
Μάριος Β.