Εκδοχή Α…
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια τρομακτική
σκοτεινή σπηλιά, ένας παράξενος και λίγο τεμπέλης δράκος.
Ροχάλιζε και κοιμόταν όλοι μέρα σε μαγικά περσικά
χαλιά.
Όταν πείναγε , έβγαινε στην κοιλάδα και έτρωγε σε
μια στιγμή εξήντα πέντε με εβδομήντα βόδια. Απ’ το πολύ φαϊ τον έπιανε δίψα και
για να ξεδιψάσει, σερνόταν στο βουνό κι έπινε δέκα λίμνες και έναν ποταμό.
Ερχόντουσαν ιππότες και μπαίνανε στη σπηλιά, μα
κανείς τους δεν τα κατάφερε να τον σκοτώσει. Έτσι λοιπόν ξαπλωμένος, πετούσε
τις φωτιές κι άναβε τα ξύλα για να ψηθεί ο φρέσκος καφές.
Ύστερα έστρωνε το μεγάλο τραπέζι και αφού άναβε τα
κεριά, άρχιζε να λέει τις ιστορίες του και τα παραμύθια για άλλους τρομερούς
δράκους και άταχτα θεριά.
Διασκευή: Τζοβάνα Τ.
Εκδοχή Β…
Μια φορά κι έναν καιρό στη βόρεια Ιταλία, υπήρχε
ένα δράκος, ο οποίος ζούσε σε μια σκοτεινή και τρομαχτική σπηλιά.
Όλη μέρα κοιμόταν σε κάτι μεγάλα, χρωματιστά,
μαγικά και αναπαυτικά χαλιά. Κάθε μια ώρα έβγαινε από τη σπηλιά, και πήγαινε
στην κοιλάδα για να φάει. Έτρωγε στη στιγμή εξηνταπέντε βόδια και μετά για να
ξεδιψάσει απ’ τα πολλά βόδια που είχε φάει, σερνόταν χορτασμένος στο βουνό και σε
δύο δευτερόλεπτα είχε πιει δέκα λίμνες. Αυτές όμως δεν του έφταναν και έπινε
«καπάκι» κι έναν τεράστιο ποταμό!
Επειδή όμως, μετά από αυτά τα καμώματα του δράκου,
δεν υπήρχε νερό στα σπίτια, οι κάτοικοι της χώρας, διαμαρτυρήθηκαν, αφού ο
δράκος είχε πιει σχεδόν όλες τις λίμνες και τα ποτάμια, που μ’ αυτών τα νερά,
πέρναγαν τη ζωή τους. Έτσι ερχόντουσαν οι ιππότες για να σκοτώσουν το δράκο,
όρμαγε ολόκληρος στρατός στη σπηλιά και βάσταγαν τρομερά όπλα και σπαθιά. Όμως
στο τέλος σάστιζαν αφού έβλεπαν έκπληκτοι το δράκο να μην τους δίνει σημασία,
μόνο έτσι ξαπλωμένος που ήταν, έβγαζε φωτιές από το στόμα του, και άναβαν τα ξύλα
για να ψηθεί ο καφές, espresso κατά προτίμηση! Κατόπιν έστρωνε το τραπέζι, άναβε όλα τα κεριά και
έλεγε στα παιδιά του, τρομαχτικές ιστορίες για δράκους και θεριά.
Διασκευή: Ευφροσύνη Ψ.
Εκδοχή Γ…
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τεμπέλης, άσχημος
και πελώριος δράκος που ζούσε σ’ ένα μέρος της Νότιας Αφρικής, σε μια σκοτεινή
και τρομακτική σπηλιά.
Όλη την ημέρα κοιμόταν πάνω σε μεγάλα περσικά
χαλιά. Κάθε μέρα έβγαινε στην κοιλάδα μονάχα για φαϊ και μαντέψτε: «Eξήντα πέντε βόδια τα ‘τρωγε στη στιγμή».
Όμως επειδή διψούσε πάρα πολύ, για να ξεδιψάσει, σερνόταν στο μεγαλύτερο και
ψηλότερο βουνό της Νότιας Αφρικής (τα όρη των Δρακόντων που έχουν ύψος 3.482m)
για να πιει δέκα λίμνες και έναν ποταμό.
Ερχόντουσαν ιππότες και μπαίναν στη σπηλιά και
έψαχναν τον πελώριο δράκο, για να τον σκοτώσουν με τα όπλα τους και με τα
σπαθιά τους. Κι έτσι όπως ήταν ο δράκος ξαπλωμένος, έβγαζε τεράστιες φωτιές από
το στόμα του, οι οποίες άναβαν μέχρι και τα ξύλα για να ψηθεί ο καφές. Μετά έστρωνε
το τραπέζι, άναβε τα κεριά και τους έλεγε πολλά παραμύθια, για τρομακτικούς
δράκους και άγρια θεριά!
Διασκευή: Παναγιώτα Γ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου